κόλο — το συν. στον πληθ. τα κόλα κιβώτια εμπορευμάτων ή αποσκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collo] … Dictionary of Greek
κόλο — το τμήμα του παχέος εντέρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θερμιδώρ — (Τhermidor). O ενδέκατος μήνας του χρόνου, κατά το ημερολόγιο που καθιερώθηκε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1789 και ίσχυσε από το 1793 έως το 1805. Αντιστοιχούσε στην περίοδο από 19/20 Ιουλίου – 17/18 Αυγούστου του γρηγοριανού ημερολογίου… … Dictionary of Greek
βελόνι — το (Μ βελόνι[ν]) μικρή βελόνα για ράψιμο νεοελλ. 1. ο δείκτης της μαγνητικής πυξίδας 2. ονομασία ψαριού με επίμηκες σώμα, λεπτό και οξύ ρύγχος 3. φρ. α) «κάθεται στα βελόνια» είναι πολύ ανήσυχος 6) «θα χάσει η Πόλη γάιδαρο κι η Βενετιά βελόνι»… … Dictionary of Greek
ειλεοεγκαρσιοτομία — η χειρουργική αναστόμωση τού ειλεού με το εγκάρσιο κόλο … Dictionary of Greek
ειλεοκολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ειλεό και στο κόλο … Dictionary of Greek
κολοδωδεκαδακτυλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κόλο και το δωδεκαδάκτυλο ταυτόχρονα … Dictionary of Greek
κολοσυρτός — κολοσυρτός, ὁ (Α) 1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.) 2. ταραχή, συρφετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολο συρ τός. Σύνθετη λ. τού τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β συνθετικό < σύρω + επίθημα τος. Το α συνθετικό είναι… … Dictionary of Greek
κρισσός — κρισσός, ὁ (AM) ο κιρσός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) ο ρόζος τής βαλανιδιάς από τον οποίο ρέει ιξός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κιρσός, που εμφανίζει επίθημα σσός (πρβλ. κολο σσός) και μετάθεση τού ρ ] … Dictionary of Greek
λιμβός — (I) λιμβός, όν και λίμβος, ον (AM) μσν. ορεκτικός, ελκυστικός αρχ. λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένη με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. κολο βός). Η σύνδεση με λατ. libo «γεύομαι, δοκιμάζω» ή με ὀλιβρός… … Dictionary of Greek